κνηστικός

Revision as of 01:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.

German (Pape)

[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.

Greek (Liddell-Scott)

κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κνηστικός, -ή, -όν) κνηστός
αυτός που προκαλεί ερεθισμό.
επίρρ...
κνηστικῶς (Α)
με ερεθιστικό τρόπο.