ξυνωνός
English (LSJ)
ὁ, = κοινωνός, Theognost. Can.68.
Greek (Liddell-Scott)
ξῡνωνός: ὁ, = κοινωνός, Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68.
Greek Monolingual
ξυνωνός, ὁ (ΑΜ)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία.