περίσφαλσις

Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ, causing to slip round, ἐμβολὴ ἐκ π. in reduction of a dislocation, Id.Mochl.15, cf. Art.25.

German (Pape)

[Seite 595] ἡ, das Umwerfen, Um schlagen, Umfallen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφαλσις: -εως, ἡ, τὸ περισφάλλεσθαι, ἐμβολὴ ἐκ περισφάλιος, κατὰ περιστροφὴν ἐναρμογὴ τοῦ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 852, πρβλ. 795C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 491.

Greek Monolingual

-άλσεως, ἡ, Α περισφάλλω
1. σκόνταμμα, πέσιμο
2. ανατροπή, αναποδογύρισμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσφαλσις -εως, ἡ [περισφάλλω] geneesk. ontwrichting.