Adv. A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.
προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
Αεπίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.