πύωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, suppuration, Gal.19.433.
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, das Eitern, die Eiterung, medic.
Greek (Liddell-Scott)
πύωσις: ἡ, (πυόω) ἐμπύησις, «ἔμπυασμα», Γαλην. τ. 19, σ. 433, 5.
εως, ἡ, suppuration, Gal.19.433.
[Seite 826] ἡ, das Eitern, die Eiterung, medic.
πύωσις: ἡ, (πυόω) ἐμπύησις, «ἔμπυασμα», Γαλην. τ. 19, σ. 433, 5.