ἀγλαοφεγγής
English (LSJ)
ές, splendidly shining, Max.189.
German (Pape)
[Seite 17] ές, schön leuchtend, Maxim.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαοφεγγής: -ές, ὁ φαιδρῶς λάμπων ἢ στίλβων, Μάξιμ. Σοφιστ. περὶ καταρχῶν, 189, Χρησ. Σιβ. 11. (13) 65.
Spanish (DGE)
-ές
de magnífico brillo, resplandeciente ἀγλαοφεγγέα δῖαν ἐσαθρήσας κερόεσσαν de la luna, Max.189, πλοῦτος Orac.Sib.13.65, εἶδος IChCr.80.9 (Retimna IV d.C.).