ἀναρίστητος
English (LSJ)
ον, not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.
German (Pape)
[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.
Greek Monolingual
ἀναρίστητος, -ον (Α) αναριστώ
αυτός που δεν προγευμάτισε.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱρίστητος: Arph. = ἀνάριστος.