ἀέναος

Revision as of 19:36, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

[ᾱ-], ον, (νάω Α)

   A ἀένναος Hdt., αἰέναος IG5(1).1119 (Geronthrae, iv B. C.); contr. ἀείνως Ar.Ra.146, gen. pl. ἀείνων Cratin. 20 D.: Trag. only in lyr.:—ever-flowing, κρήνης τ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes. Op.595; ἀ. λίμνη, ποταμός, Hdt.1.93,145, cf. Simon.120; ποταμοί A.Supp..553, E.Ion1083, cf. 118; Ἀχέρων Theoc.15.102; ἀενάου πυρός Pi.P.1.6, cf. Call.Ap.83; βόρβορον καὶ σκῶρ ἀείνων Ar. l.c.; ἀέναοι νεφέλαι Id.Nu.275;—generally, everlasting, ἀρετᾶς . . κόσμον ἀέναόν τε κλέος Simon.4.9; ἀ. τιμά, of Zeus, Pi.O.14.12; ἀ. κράτος E.Or.1299 (lyr.); ἀενάοις ἐν τραπέζαις, of public hospitality, Pi.N. 11.8; γλῶτταν καλῶν λόγων ἀείνων Cratin.l.c.:—also in Prose, κλέος Heraclit.29; τροφή X.Ages.1.20; ἀεναώτερον . . τὸν ὄλβον παρέχειν Id.Cyr.4.2.44; ἀέναον οὐσίαν πορίσαι Pl.Lg.966e; ἀ. ποταμῶν ἀμήχανα μεγέθη Id.Phd.111d, cf. Arist.Mete.349b9; θῖνες LXX Ba.5.7; ἀένναοι τῶν θεῶν πρόσοδοι Procl.Inst.152. Adv. ἀενάως Arist. Oec.1346b15.

German (Pape)

[Seite 42] (ἀείναος, vgl. ἀείνως), nicht ἀένναος, wie Herm. zu Eur. Ion 117 dargethan; die widerstrebenden Dichterstellen, Eur. Ion 1083, Eryc. 13 (VII, 36) u. Theocr. 22, 37 sind jetzt geändert; Pind. P. 6, 4 ὀμφαλὸν ἀένναον προσοιχόμενος ist bedenklich, da der Schol. εἰς ναόν gelesen zu haben scheint; – stets fließend, κρήνη Hes. O. 595; ποταμοί 737, wie Aesch. Suppl. 548; Her. 1, 145; Plat. Phaed. 3 d; νεφέλαι Ar. Nub. 276; κύματα Ran. 1305; immerwährend, πῦρ Pind. P. 1, 6; τιμή OI. 14, 12; τράπεζαι N. 11, 8; Διὸς κράτος Eur. Or. 1291; οὐσία Plat. Legg. XII, 966 e; Xen. An. u. Sp., bes. Anth. – Cempar.; bei Xen. Cyr. 4, 2, 44 ist ἀεναώτερον zu schreiben für ἀεναότερον, denn das zweite α ist überall kurz.