ἐχετλήεις

Revision as of 10:52, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εσσα, εν, of an ἐχέτλη, γόμφος AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1124] γόμφος, ὁ, Nagel am Pflugsterz, dieser selbst, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχετλήεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς ἐχέτλην, ἐχετλήεντά τε γόμφον Ἀνθ. Π. 6. 41.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
qui concerne le manche de charrue.
Étymologie: ἐχέτλη.

Greek Monolingual

ἐχετλήεις, -εσσα, -εν (Α) εχέτλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εχέτλη («ἐχετλήεντά τε γόμφον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐχετλήεις: -εσσα, -εν, αυτός που ανήκει σε λαβή αρότρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχετλήεις: ήεσσα, ῆεν adj. прикрепляющий рукоять (к плугу) (γόμφος Anth.).

Middle Liddell

ἐχετλήεις, εσσα, εν
of or belonging to a ploughhandle, Anth.