ὁμηρέταις
English (LSJ)
ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν, Hsch.; cf. ὁμηρίταις (sic): ὁμοψήφοις, ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν, Phot.
Greek Monolingual
ὁμηρέταις (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)].
ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν, Hsch.; cf. ὁμηρίταις (sic): ὁμοψήφοις, ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν, Phot.
ὁμηρέταις (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)].