μητραγυρτέω
English (LSJ)
to be a μητραγύρτης, Antiph.159.8, D.H.2.19.
German (Pape)
[Seite 179] als ein μητραγύρτης betteln; Antiphan. bei Ath. VI, 226 c; καὶ τυμπανοφορούμενος, id. XII, 541 d; D. Hal. 2, 19.
to be a μητραγύρτης, Antiph.159.8, D.H.2.19.
[Seite 179] als ein μητραγύρτης betteln; Antiphan. bei Ath. VI, 226 c; καὶ τυμπανοφορούμενος, id. XII, 541 d; D. Hal. 2, 19.