χαμαιτυπίς

Revision as of 15:37, 11 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A = χαμαιτύπη (harlot, whore, strumpet, prostitute), rejected by Thom.Mag. p.400R.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτῠπίς: -ίδος, ἡ, = χαμαιτύπη, τύπος ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 910.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
χαμαιτύπη, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀρχοντ-ίς)].