τό, Doric for κλεῖστρον.
κλάϊστρον: τό, Δωρ. ἀντὶ κλεῖστρον, ὃ ἴδε.
κλάϊστρον: τό, Δωρ. αντί κλεῖστρον.
τό, = κλεῖθρον, Pind.