τό, v. σιτοβολών.
τὸ, Ατο σιτοβόλιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ον].
[ῑ], τό, = σιτοβολών; Geop.