Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἀντακαῖος, ο (Α)1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῖον» — το χαβιάρι.