κόρυνθος

Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, kind of
A cake, Id.
II epithet of Apollo, near Asine, Ἀρχ.Δελτ.2.17.

Greek (Liddell-Scott)

κόρυνθος: ὁ, εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόρυνθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Ασίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς.