ἀποβλητικός
English (LSJ)
ή, όν, apt to throw off, καρπῶν Thphr.CP2.9.3.
German (Pape)
[Seite 297] zum Wegwerfen, Verlieren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα ν’ ἀποβάλλη, νὰ ῥίπτῃ, ἀποβλητικὰ μάλιστα τῶν καρπῶν πρὶν πεπᾶναι συκῆ καὶ φοίνιξ καὶ ἀμυγδαλῆ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2, 9, 3.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 caduco, que cae facilmente de ciertos frutos, Thphr.CP 2.9.3.
2 gram. sent. act. sustitutivo τὸ ᾱ ἀποβλητικόν ἐστι τοῦ ν̅, οἷον Ξέρξην Ξέρξεα Choerob.in Theod.310.30 por falsa interpretación de un fenómeno morfológico.