(see also: ἀληθής) truth
crase att. p. τὸ ἀληθές.
τἀληθές: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἀληθές.
τἀληθές: κράση αντί τὸ ἀληθές.
τἀληθές: in crasi = τὸ ἀληθές.