Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
adj.
P. and V. οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός (rare P.), οὐ φορητός, V. οὐχ ὑποστατός. οὐχ ὁμιλητός (Aesch., Theb. 189), δύσοιστος, δύσφορος, ἄτλητος, ἄφερτος, P. ἀφόρητος, Ar. and V. οὐ τλητός. Grievous: P. and V. βαρύς, λυπηρός.