τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
subs.
P. κατακλυσμός, ὁ, ἐπίκλυσις, ἡ. There was a retreat of the water but no inundation: P. ἐγένετο . . . κύματος ἐπαναχώρησίς τις οὐ μέντοι ἐπέκλυσέ γε (Thuc. 3, 89).