knee
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. γόνυ, τό. Fall on one's knees, v.: P. and V. προσκυνεῖν. Bend the knee: . V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone. They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332). Bring (an enemy) to his knees: P. and V. παρίστασθαι (acc.). Fall at a person's knees: P. and V. προσκυνεῖν (τινά), P. πίπτειν πρὸς τὰ γόνατά (τινός), V. γόνασι προσπίπτειν (τινός), προσπίπτειν γόνυ (τινός), ἀμφὶ γόνυ πίπτειν (τινός), προσπίτνειν γόνυ (τινός), Ar. and V. προσπίπτειν (τινά or τινί) (also Xen. but rare P.).