provocative
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. παροξυντικός, P. and V. πικρός. Provocative of (calling into play): P. παρακλητικός (gen.), ἐγερτικός (gen.).