ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
adj.
P. and V. διάπυρος (Plat., Timae. 58C; Eur., Cycl. 631), V. καυστός (Eur., Cycl. 633), ἐγκεκαυμένος (Eur., Cycl. 393), κεκαυμένος (Eur., Cycl. 457).