Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
adj.
V. ἀσπιδηφόρος, σακεσφόρος, ἀσπιδοῦχος. φέρασπις.