suitably
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. ἐπιτηδείως, συμφόρως, ἐμμέτρως, P. and V. συμμέτρως.
Becomingly: P. and V. εὐπρεπῶς, πρεπόντως, P. προσηκόντως, V. ἐναισίμως.