ἀθέτησις
English (LSJ)
ἡ,
A a setting aside, abolition, ἁμαρτίας Ep.Heb.9.26, cf. S.E.M.8.142; 'annulling' of a deed, PLond.2.142.24 (i A. D.). II rejection (of a spurious passage), A.D.Synt.5.8, D.L.3.66; generally, rejection, opp. ἐποχή, Cic.Att.6.9.3. III breach of faith, Vett.Val.191.24 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέτησις: ἡ, τὸ θέτειν κατὰ μέρος, παραμελεῖν, κατάργησις, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 142. ΙΙ. ἀπόρριψις (νόθου χωρίου συγγραφέως), Διογ. Λ. 3. 66, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9.