Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
subs.
P. and V. τὰ ἄκρα, P. τὰ μετέωρα, ὑψηλὰ χωρία τά; see hill.