συρίττω

Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σῠρίττω: ἴδε συρίζω.

Greek Monotonic

σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.

Russian (Dvoretsky)

σῡρίττω: атт. = συρίζω I.