τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
Ἀραβία, ἡ.
An Arab: Ἄραψ, -αβος, ὁ or ἡ.
Arabs: also Ἀράβιοι, οἱ.
Arabian, adj.: Ἀραβικός.