ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Τυρσηνία, ἡ.
An Etruscan: Τυρσηνός, ὁ.
Etruscan, adj.: Τυρσηνικός, V. also Τυρσηνός. Fem. adj., Τυρσηνίς, -ίδος.