τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
Φάληρον, τό.
To Phalerum: Φάληρόνδε.
From Phalerum: Φαληρόθεν.
Man of Phalerum: Φαληρεύς, -έως, ὁ.
Of Phalerum, adj.: Φαληρικός.