Phocis
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English > Greek (Woodhouse)
Φωκίς, -ίδος, ἡ.
A Phocian: Φωκεύς, -εως, ὁ.
Phocian, adj.: Φώκιος, Φωκικός. Fem. adj.: Φωκίς, -ίδος.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Φωκίς, -ίδος, ἡ.
A Phocian: Φωκεύς, -εως, ὁ.
Phocian, adj.: Φώκιος, Φωκικός. Fem. adj.: Φωκίς, -ίδος.