Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Φθία, ἡ, V. also Γαῖα Φθιάς (-άδος) ἡ. (Eur., And. 925).
Man of Phthia: Φθιώτης, -ου, ὁ.
Of Phthia, fem. adj.: Φθιῶτις, -ίδος, or Φθιάς, -άδος.
Land of Phthia: Φθιῶτις (-ιδος), ἡ (Thuc. 1, 3).