καταρροιβδέω
English (LSJ)
swallow up, Hsch. (-ρυβδήσας cod., fort. recte, v. ἀναρροιβδέω).
Greek (Liddell-Scott)
καταρροιβδέω: -ῶ, καταπίνω, ῥοφῶ, Ἡσύχ.
swallow up, Hsch. (-ρυβδήσας cod., fort. recte, v. ἀναρροιβδέω).
καταρροιβδέω: -ῶ, καταπίνω, ῥοφῶ, Ἡσύχ.