ητος, ἡ, = longinquitas (sic), Gloss.
μακροχρονιότης: -ητος, ἡ, μῆκος χρόνου ἢ διάρκεια ζωῆς, Γλωσσ.
ητος, ἡ, die lange Dauer, das lange Leben, Sp.