ἀμφηγερέθομαι

Revision as of 12:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ep. = ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ' . . ἠγερέθοντο Od.17.34.

Spanish (DGE)

reunirse alrededor de c. ac. αὐτὸν δ' ἀμφὶ γέροντες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο Il.19.303
abs. ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμῳαὶ ... ἠγερέθοντο Od.17.34.

German (Pape)

[Seite 134] Hom. Od. 17, 33 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμωαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο, sie sammelten sich herum.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφηγερέθομαι: Ἐπ., ἀντὶ ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ’ ἠγερέθοντο Ὀδ. Ρ. 34.

Greek Monotonic

ἀμφηγερέθομαι: Επικ. αντί ἀμφαγείρομαι, σε Ομήρ. Οδ.