ἀπερίπνευστος
English (LSJ)
ον, sheltered from wind, Agathin. ap. Orib.10.7.16.
Spanish (DGE)
-ον
resguardado del viento neutr. subst. ἐν ἀπεριπνεύστῳ Agathin. en Orib.10.7.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίπνευστος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιπνεόμενος, ἐν ἀπεριπνεύστῳ, ἐν τόπῳ μὴ προσβαλλομένῳ ὑπ’ ἀνέμων, Ἀγαθῖνος ἐν Matth. Med. 288.