v. κυμβίον.
κυμβεῖον, τὸ (Α)κυμβίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβη (Ι) + κατάλ. -εῖον].
κυμβεῖον: τό Diog. L. = κυμβίον.
τό, = κυμβίον, B.A. 274; DL. 3.42.