τιτύρινος

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῠ] αὐλός, ὁ, a shepherd's pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1121] αὐλός, eine Schalmei oder Hirtenflöte, wahrscheinlich von dem Hirtennamen Τίτυρος abgeleitet, Ath. IV, 182 c aus Artemid.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτύρῐνος: αὐλός, ὁ, ποιμενικὸς αὐλός, «μόναυλος, ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.

Greek Monolingual

ὁ, Α Τιτύρας
φρ. «τιτύρινος αὐλός»
α) ποιμενικός αυλός
β) (κατά τον Ησύχ.) «μόναυλος ἤ αὐλὸς καλάμινος».