ἐναμίλλως
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'égal de, τινι.
Étymologie: ἐνάμιλλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰμίλλως: наравне: ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. не уступая наиболее одаренным.
adv.
à l'égal de, τινι.
Étymologie: ἐνάμιλλος.
ἐνᾰμίλλως: наравне: ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. не уступая наиболее одаренным.