ἀναποικίλλω
English (LSJ)
variegate, Sch.Pi.O.11(10).113 Böckh.
Spanish (DGE)
embellecer, adornar σοι Sch.Pi.O.11.113 Böckh.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποικίλλω: ποικίλλω τι, κοσμῶ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 10. 113 Βοίκχ.
variegate, Sch.Pi.O.11(10).113 Böckh.
embellecer, adornar σοι Sch.Pi.O.11.113 Böckh.
ἀναποικίλλω: ποικίλλω τι, κοσμῶ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 10. 113 Βοίκχ.