ἀρχιρεύς
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
v. ἀρχιερεύς.
Spanish (DGE)
v. ἀρχιερεύς.
German (Pape)
[Seite 366] ion. = ἀρχιερεύς, Her.; Luc. Dea Syr. 30.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
ion. c. ἀρχιερεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιρεύς: ὁ, Ἱων. ἀντὶ ἀρχιερεύς.
Greek Monotonic
ἀρχιρεύς: ὁ, Ιων. αντί ἀρχιερεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιρεύς: Her., Luc. = ἀρχιερεύς.