διαφεγγής
English (LSJ)
ές,
A pellucid: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.
German (Pape)
[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.
ές,
A pellucid: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.
[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.