ἄσεσθε, v. ἄω.
ἄσεσθε v. 3 ἄω.
inf. ao. Moy. de ἄω.
see ἄω.
ἄσασθαι: απαρ. Μέσ. αορ. αʹ του ἄω, χορταίνω.
ἄσασθαι: inf. aor. med. к ἄω.