κατατρωματίζω

Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

Ion. for κατατραυμ-.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κατατραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.

Greek Monotonic

κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.