οἰωνοσκοπία
English (LSJ)
ἡ, augury, D.H.3.47.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fonction d'augure ; observation que font les augures.
Étymologie: οἰωνοσκόπος.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκοπία: ἡ птицегадание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκοπία: ἡ, τὸ ἔργον, ἡ ἀσχολία τοῦ οἰωνοσκόπου, Διον. Ἁλ. 3. 47, 70.
Greek Monolingual
η (Α οἰωνοσκοπία) οιωνοσκόπος
κλάδος της μαντικής που βασιζόταν στην παρατήρηση τών οιωνών για την πρόβλεψη όσων πρόκειται να συμβούν.