ὀκταέτης

Revision as of 21:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ες, eight years old, Hp.Epid.1.10; of eight years, χρόνος D.S.17.94 :—fem. ὀκτα-έτις, ἡ, IG4.620, Pl.Ep.361d.

German (Pape)

[Seite 317] ες, achtjährig, χρόνος, D. Sic. 17, 94.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de huit ans.
Étymologie: ὀκτώ, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀκταέτης: восьмилетний (χρόνος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, χρόνος Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.

Greek Monolingual

-έτις, -άετες (Α ὀκταέτης, -έτις, -άετες)
βλ. οκταετής.