εὐκατόρθωτος

Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

εὐκατόρθωτον, easily effected, πολιορκία D.S.34/5.2.45; χειρουργία Heliod. ap. Orib.44.23.23. Adv. εὐκατορθώτως Sch.A.R.1.246.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατόρθωτος: легко завершаемый, без труда доводимый до конца Diod.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατόρθωτος: -ον, εὐχερῶς κατορθούμενος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 101. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 246.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, -ον)
αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτοςπολιορκία», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ-ορθωτος (< κατ-ορθώ)].