λευκοστεφής

Revision as of 09:07, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

English (LSJ)

ές, A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334. II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.

Russian (Dvoretsky)

λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».

Greek Monolingual

λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.

English (Woodhouse)

wreathed with white wool, wreathed with white