συνυποπτεύω

Revision as of 17:06, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

suspect, Plb.14.4.8.

Russian (Dvoretsky)

συνυποπτεύω: одновременно подозревать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.

Greek Monolingual

Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].

German (Pape)

mit oder auch argwöhnen, Pol. 14.4.8.